τεξανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τεξανός | η | τεξανή | το | τεξανό |
γενική | του | τεξανού | της | τεξανής | του | τεξανού |
αιτιατική | τον | τεξανό | την | τεξανή | το | τεξανό |
κλητική | τεξανέ | τεξανή | τεξανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τεξανοί | οι | τεξανές | τα | τεξανά |
γενική | των | τεξανών | των | τεξανών | των | τεξανών |
αιτιατική | τους | τεξανούς | τις | τεξανές | τα | τεξανά |
κλητική | τεξανοί | τεξανές | τεξανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τεξανός < Τέξας
Επίθετο
επεξεργασίατεξανός, -ή, -ό