τεξανών
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τεξανών
- (αρσενικό) γενική πληθυντικού του τεξανός
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τεξανός
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τεξανός
Δείτε επίσης : Τεξανών |
τεξανών