Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελματοδίαιτος η τελματοδίαιτη το τελματοδίαιτο
      γενική του τελματοδίαιτου της τελματοδίαιτης του τελματοδίαιτου
    αιτιατική τον τελματοδίαιτο την τελματοδίαιτη το τελματοδίαιτο
     κλητική τελματοδίαιτε τελματοδίαιτη τελματοδίαιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελματοδίαιτοι οι τελματοδίαιτες τα τελματοδίαιτα
      γενική των τελματοδίαιτων των τελματοδίαιτων των τελματοδίαιτων
    αιτιατική τους τελματοδίαιτους τις τελματοδίαιτες τα τελματοδίαιτα
     κλητική τελματοδίαιτοι τελματοδίαιτες τελματοδίαιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελματοδίαιτος < τέλμα + -ο- + -δίαιτος

  Επίθετο επεξεργασία

τελματοδίαιτος, -η / -ος, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • τελματοδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία