ταϊβανέζικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταϊβανέζικος < Ταϊβανέζ(ος) + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίαταϊβανέζικος, -η, -ο
- που προέρχεται από την Ταϊβάν ή αναφέρεται στο λαό της, στη γλώσσα και τον πολιτισμό της
ταϊβανέζικος, -η, -ο