↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταϊβανέζικος η ταϊβανέζικη το ταϊβανέζικο
      γενική του ταϊβανέζικου της ταϊβανέζικης του ταϊβανέζικου
    αιτιατική τον ταϊβανέζικο την ταϊβανέζικη το ταϊβανέζικο
     κλητική ταϊβανέζικε ταϊβανέζικη ταϊβανέζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταϊβανέζικοι οι ταϊβανέζικες τα ταϊβανέζικα
      γενική των ταϊβανέζικων των ταϊβανέζικων των ταϊβανέζικων
    αιτιατική τους ταϊβανέζικους τις ταϊβανέζικες τα ταϊβανέζικα
     κλητική ταϊβανέζικοι ταϊβανέζικες ταϊβανέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταϊβανέζικος < Ταϊβανέζ(ος) + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

ταϊβανέζικος, -η, -ο

  • που προέρχεται από την Ταϊβάν ή αναφέρεται στο λαό της, στη γλώσσα και τον πολιτισμό της

  Μεταφράσεις

επεξεργασία