Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Ταϊβανέζος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Κύριο όνομα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
Ταϊβανέζ
ος
οι
Ταϊβανέζ
οι
γενική
του
Ταϊβανέζ
ου
των
Ταϊβανέζ
ων
αιτιατική
τον
Ταϊβανέζ
ο
τους
Ταϊβανέζ
ους
κλητική
Ταϊβανέζ
ε
Ταϊβανέζ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ταϊβανέζος
<
Ταϊβάν
+
-έζος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ταϊβανέζος
αρσενικό
(
θηλυκό
Ταϊβανέζα
)
(
εθνικό όνομα
) αυτός που
κατάγεται
από την
Ταϊβάν
ή έχει ταϊβανέζικη
υπηκοότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ταϊβανέζος
αγγλικά
:
Taiwanese
(en)