↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταφταδένιος η ταφταδένια το ταφταδένιο
      γενική του ταφταδένιου της ταφταδένιας του ταφταδένιου
    αιτιατική τον ταφταδένιο την ταφταδένια το ταφταδένιο
     κλητική ταφταδένιε ταφταδένια ταφταδένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταφταδένιοι οι ταφταδένιες τα ταφταδένια
      γενική των ταφταδένιων των ταφταδένιων των ταφταδένιων
    αιτιατική τους ταφταδένιους τις ταφταδένιες τα ταφταδένια
     κλητική ταφταδένιοι ταφταδένιες ταφταδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταφταδένιος < ταφτάς, ταφτάδ(ες) + -ένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.ftaˈðe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐φτα‐δέ‐νιος
 
εκρού ταφταδένιο καπέλο

  Επίθετο

επεξεργασία

ταφταδένιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)