ταυτόαιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταυτόαιμος < ελληνιστική κοινή ταὐτόαιμος[1] < αρχαία ελληνική ταὐτός + αἷμα
Επίθετο
επεξεργασίαταυτόαιμος, -η, -ο
- (λόγιο) ο συγγενής εξ αίματος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταυτόαιμος
|
- ↑ ταὐτόαιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.