↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταυτόαιμος η ταυτόαιμη το ταυτόαιμο
      γενική του ταυτόαιμου της ταυτόαιμης του ταυτόαιμου
    αιτιατική τον ταυτόαιμο την ταυτόαιμη το ταυτόαιμο
     κλητική ταυτόαιμε ταυτόαιμη ταυτόαιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταυτόαιμοι οι ταυτόαιμες τα ταυτόαιμα
      γενική των ταυτόαιμων των ταυτόαιμων των ταυτόαιμων
    αιτιατική τους ταυτόαιμους τις ταυτόαιμες τα ταυτόαιμα
     κλητική ταυτόαιμοι ταυτόαιμες ταυτόαιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταυτόαιμος < ελληνιστική κοινή ταὐτόαιμος[1] < αρχαία ελληνική ταὐτός + αἷμα

  Επίθετο

επεξεργασία

ταυτόαιμος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ταὐτόαιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.