↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοαίματος η ομοαίματη το ομοαίματο
      γενική του ομοαίματου της ομοαίματης του ομοαίματου
    αιτιατική τον ομοαίματο την ομοαίματη το ομοαίματο
     κλητική ομοαίματε ομοαίματη ομοαίματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοαίματοι οι ομοαίματες τα ομοαίματα
      γενική των ομοαίματων των ομοαίματων των ομοαίματων
    αιτιατική τους ομοαίματους τις ομοαίματες τα ομοαίματα
     κλητική ομοαίματοι ομοαίματες ομοαίματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοαίματος < ομο- + αίμα + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ομοαίματος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ομοαίματοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ομοαίματος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία