τατικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τατικός | η | τατική | το | τατικό |
γενική | του | τατικού | της | τατικής | του | τατικού |
αιτιατική | τον | τατικό | την | τατική | το | τατικό |
κλητική | τατικέ | τατική | τατικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τατικοί | οι | τατικές | τα | τατικά |
γενική | των | τατικών | των | τατικών | των | τατικών |
αιτιατική | τους | τατικούς | τις | τατικές | τα | τατικά |
κλητική | τατικοί | τατικές | τατικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατατικός
- που ασκεί τάση
- στο ουδέτερο, το τατικόν, φοβερό, δεινό
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία- τατικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.