ταννίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταννίνη | οι | ταννίνες |
γενική | της | ταννίνης | των | ταννινών |
αιτιατική | την | ταννίνη | τις | ταννίνες |
κλητική | ταννίνη | ταννίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταννίνη θηλυκό
- (χημεία) άλλη μορφή του τανίνη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ταννίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταννίνη
|