ταινιόδρομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταινιόδρομος (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική conveyor belt. Μορφολογικά αναλύεται σε ταινί(α) + -ό- + -δρομος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταινιόδρομος αρσενικό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) βιομηχανικός μηχανισμός μετακίνησης υλικού
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταινιόδρομος
Πηγές
επεξεργασία- ταινιόδρομος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ταινιόδρομος - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr