ταινιόδρομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταινιόδρομος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταινιόδρομος αρσενικό
- βιομηχανικός μηχανισμός μετακίνησης υλικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταινιόδρομος
|
ταινιόδρομος αρσενικό
|