↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταινιόδρομος οι ταινιόδρομοι
      γενική του ταινιόδρομου των ταινιόδρομων
    αιτιατική τον ταινιόδρομο τους ταινιόδρομους
     κλητική ταινιόδρομε ταινιόδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταινιόδρομος (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική conveyor belt. Μορφολογικά αναλύεται σε ταινί(α) + -ό- + -δρομος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταινιόδρομος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία