σύμφωνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σύμφωνον | τὰ | σύμφωνᾰ | ||||
γενική | τοῦ | συμφώνου | τῶν | συμφώνων | ||||
δοτική | τῷ | συμφώνῳ | τοῖς | συμφώνοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σύμφωνον | τὰ | σύμφωνᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σύμφωνον | σύμφωνᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμφώνω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συμφώνοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- σύμφωνον (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύμφωνος (αρχαία ελληνική )
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύμφωνον, -ου ουδέτερο
- (γραμματική) το σύμφωνο
- → χρειάζεται παράθεμα Διονύσιος Θράξ Τέχνη Γραμματική τα σύμφωνα
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- σύμφωνον: αρχαίος κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασύμφωνον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του σύμφωνος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύμφωνος
Πηγές
επεξεργασία- σύμφωνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύμφωνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.