Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύγκρυος η σύγκρυα το σύγκρυο
      γενική του σύγκρυου της σύγκρυας του σύγκρυου
    αιτιατική τον σύγκρυο τη σύγκρυα το σύγκρυο
     κλητική σύγκρυε σύγκρυα σύγκρυο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύγκρυοι οι σύγκρυες τα σύγκρυα
      γενική των σύγκρυων των σύγκρυων των σύγκρυων
    αιτιατική τους σύγκρυους τις σύγκρυες τα σύγκρυα
     κλητική σύγκρυοι σύγκρυες σύγκρυα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύγκρυος < σύγ- + κρύ(ο) + -ος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐γκρυ‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

σύγκρυος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία