Δείτε επίσης: σύγκρυα, συγκυρία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκρια οι σύγκριες
      γενική της σύγκριας των σύγκριων
    αιτιατική τη σύγκρια τις σύγκριες
     κλητική σύγκρια σύγκριες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύγκρια < συν- + κυρία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύγκρια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία