σύγκρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύγκρια | οι | σύγκριες |
γενική | της | σύγκριας | των | σύγκριων |
αιτιατική | τη | σύγκρια | τις | σύγκριες |
κλητική | σύγκρια | σύγκριες | ||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύγκρια θηλυκό
- (λαογραφία, ιδιωματικό, παρωχημένο) η δεύτερη άτυπη «σύζυγος» / σύντροφος ενός νυμφευμένου άντρα, όταν η πρώτη επίσημη / νόμιμη σύζυγος δεν του γεννούσε παιδιά
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σύγκρια στη Βικιπαίδεια
Πηγές επεξεργασία
- Δασκαλάκης Β. Απόστολος, Ο θεσμός της σύγκριας εις την Μάνην, Πελοποννησιακά, 10 (1974) 80-102.
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύγκρια
|