Δείτε επίσης: σύγκρυα, συγκυρία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκρια οι σύγκριες
      γενική της σύγκριας των σύγκριων
    αιτιατική τη σύγκρια τις σύγκριες
     κλητική σύγκρια σύγκριες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύγκρια < συν- + κυρία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύγκρια θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία