σωματομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωματομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική somatometry < αρχαία ελληνική σῶμα + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωματομετρία θηλυκό
- (ανθρωπολογία) κλάδος της ανθρωπομετρίας που ασχολείται με τη μέτρηση και την ανάλυση των φυσικών διαστάσεων και αναλογιών του ανθρώπινου σώματος και χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η βιολογία, η ιατρική, η ανθρωπολογία και η εργονομία, για να κατανοηθούν οι φυσιολογικές διαφορές μεταξύ ατόμων ή πληθυσμών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σωματομετρία