Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σχολιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σχολιαστικ
ός
η
σχολιαστικ
ή
το
σχολιαστικ
ό
γενική
του
σχολιαστικ
ού
της
σχολιαστικ
ής
του
σχολιαστικ
ού
αιτιατική
τον
σχολιαστικ
ό
τη
σχολιαστικ
ή
το
σχολιαστικ
ό
κλητική
σχολιαστικ
έ
σχολιαστικ
ή
σχολιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σχολιαστικ
οί
οι
σχολιαστικ
ές
τα
σχολιαστικ
ά
γενική
των
σχολιαστικ
ών
των
σχολιαστικ
ών
των
σχολιαστικ
ών
αιτιατική
τους
σχολιαστικ
ούς
τις
σχολιαστικ
ές
τα
σχολιαστικ
ά
κλητική
σχολιαστικ
οί
σχολιαστικ
ές
σχολιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σχολιαστικός
<
σχολιαστής
+
-ικός
(
μαρτυρείται από το 1898
)
Επίθετο
επεξεργασία
σχολιαστικός
που έχει σχέση με
σχολιαστή
ή
σχολιασμό
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
σχολιάζω
και
σχόλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχολιαστικός