σχιστομάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σχιστομάτης | η | σχιστομάτα | το | σχιστομάτικο |
γενική | του | σχιστομάτη | της | σχιστομάτας | του | σχιστομάτικου |
αιτιατική | τον | σχιστομάτη | τη | σχιστομάτα | το | σχιστομάτικο |
κλητική | σχιστομάτη | σχιστομάτα | σχιστομάτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σχιστομάτηδες | οι | σχιστομάτες | τα | σχιστομάτικα |
γενική | των | σχιστομάτηδων | — | των | σχιστομάτικων | |
αιτιατική | τους | σχιστομάτηδες | τις | σχιστομάτες | τα | σχιστομάτικα |
κλητική | σχιστομάτηδες | σχιστομάτες | σχιστομάτικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασχιστομάτης, -α, -ικο
- (συνήθως) (μειωτικό) που έχει σχιστά μάτια, που έχει μάτια μακρόστενα όπως οι προερχόμενοι από τα έθνη της ανατολικής Ασίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχιστομάτης
|