σχηματογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασχηματογραφία θηλυκό
- η απεικόνιση δεδομένων, μαθηματικών σχέσεων ή φυσικών φαινομένων με τη χρήση γραφημάτων, σχημάτων ή διαγραμμάτων, με στόχο την κατανόηση και την ανάλυση της δομής ή της σχέσης των στοιχείων που μελετώνται
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχηματογραφία
|