σφυγμόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφυγμόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sphygmomètre[1] [2] αρχαία ελληνική σφυγμός + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφυγμόμετρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφυγμόμετρο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σφυγμόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σφυγμόμετρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)