σφαχτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σφαχτός | η | σφαχτή | το | σφαχτό |
γενική | του | σφαχτού | της | σφαχτής | του | σφαχτού |
αιτιατική | τον | σφαχτό | τη | σφαχτή | το | σφαχτό |
κλητική | σφαχτέ | σφαχτή | σφαχτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σφαχτοί | οι | σφαχτές | τα | σφαχτά |
γενική | των | σφαχτών | των | σφαχτών | των | σφαχτών |
αιτιατική | τους | σφαχτούς | τις | σφαχτές | τα | σφαχτά |
κλητική | σφαχτοί | σφαχτές | σφαχτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφαχτός < αρχαία ελληνική σφακτός[1] [2] < σφάζω
Επίθετο
επεξεργασίασφαχτός
- άλλη μορφή του σφαγμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφαχτός
|
- ↑ σφακτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ σφαχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας