σφαγιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφαγιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφαγιάζω
Μετοχή επεξεργασία
σφαγιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σφαγιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφαγιασμένος
|
σφαγιασμένος, -η, -ο
|