Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφαγιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σφαγιασμέν
ος
η
σφαγιασμέν
η
το
σφαγιασμέν
ο
γενική
του
σφαγιασμέν
ου
της
σφαγιασμέν
ης
του
σφαγιασμέν
ου
αιτιατική
τον
σφαγιασμέν
ο
τη
σφαγιασμέν
η
το
σφαγιασμέν
ο
κλητική
σφαγιασμέν
ε
σφαγιασμέν
η
σφαγιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σφαγιασμέν
οι
οι
σφαγιασμέν
ες
τα
σφαγιασμέν
α
γενική
των
σφαγιασμέν
ων
των
σφαγιασμέν
ων
των
σφαγιασμέν
ων
αιτιατική
τους
σφαγιασμέν
ους
τις
σφαγιασμέν
ες
τα
σφαγιασμέν
α
κλητική
σφαγιασμέν
οι
σφαγιασμέν
ες
σφαγιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σφαγιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σφαγιάζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
ασφαγίαστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφαγιασμένος