Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συσκεπτόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συσκεπτόμεν
ος
η
συσκεπτόμεν
η
το
συσκεπτόμεν
ο
γενική
του
συσκεπτόμεν
ου
της
συσκεπτόμεν
ης
του
συσκεπτόμεν
ου
αιτιατική
τον
συσκεπτόμεν
ο
τη
συσκεπτόμεν
η
το
συσκεπτόμεν
ο
κλητική
συσκεπτόμεν
ε
συσκεπτόμεν
η
συσκεπτόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συσκεπτόμεν
οι
οι
συσκεπτόμεν
ες
τα
συσκεπτόμεν
α
γενική
των
συσκεπτόμεν
ων
των
συσκεπτόμεν
ων
των
συσκεπτόμεν
ων
αιτιατική
τους
συσκεπτόμεν
ους
τις
συσκεπτόμεν
ες
τα
συσκεπτόμεν
α
κλητική
συσκεπτόμεν
οι
συσκεπτόμεν
ες
συσκεπτόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συσκεπτόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
συσκέπτομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συσκεπτόμενος