↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συρματουργός οι συρματουργοί
      γενική του/της συρματουργού των συρματουργών
    αιτιατική τον/τη συρματουργό τους/τις συρματουργούς
     κλητική συρματουργέ συρματουργοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συρματουργός < σύρμα + -ο- + -ουργός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sir.ma.tur.ˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐μα‐τουρ‐γός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συρματουργός αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • συρματουργός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)