↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συριγγώδης η συριγγώδης το συριγγώδες
      γενική του συριγγώδους της συριγγώδους του συριγγώδους
    αιτιατική τον συριγγώδη τη συριγγώδη το συριγγώδες
     κλητική συριγγώδη(ς) συριγγώδης συριγγώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συριγγώδεις οι συριγγώδεις τα συριγγώδη
      γενική των συριγγωδών των συριγγωδών των συριγγωδών
    αιτιατική τους συριγγώδεις τις συριγγώδεις τα συριγγώδη
     κλητική συριγγώδεις συριγγώδεις συριγγώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συριγγώδης < ελληνιστική κοινή συριγγώδης, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fistuleux

  Επίθετο

επεξεργασία

συριγγώδης, -ης, -ες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • συριγγώδηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)