συριγγώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συριγγώδης < ελληνιστική κοινή συριγγώδης, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fistuleux
Επίθετο
επεξεργασίασυριγγώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με συρίγγιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία συριγγώδης
|
Πηγές
επεξεργασία- συριγγώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)