συνυπολογισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνυπολογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνυπολογίζω
Μετοχή
επεξεργασίασυνυπολογισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συνυπολογίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνυπολογισμένος
|