↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνυπολογισμένος η συνυπολογισμένη το συνυπολογισμένο
      γενική του συνυπολογισμένου της συνυπολογισμένης του συνυπολογισμένου
    αιτιατική τον συνυπολογισμένο τη συνυπολογισμένη το συνυπολογισμένο
     κλητική συνυπολογισμένε συνυπολογισμένη συνυπολογισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνυπολογισμένοι οι συνυπολογισμένες τα συνυπολογισμένα
      γενική των συνυπολογισμένων των συνυπολογισμένων των συνυπολογισμένων
    αιτιατική τους συνυπολογισμένους τις συνυπολογισμένες τα συνυπολογισμένα
     κλητική συνυπολογισμένοι συνυπολογισμένες συνυπολογισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνυπολογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνυπολογίζω

συνυπολογισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία