συνομολογηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συνομολογηθείς & συνομολογηθέντας |
η | συνομολογηθείσα | το | συνομολογηθέν |
γενική | του | συνομολογηθέντος & συνομολογηθέντα |
της | συνομολογηθείσας & συνομολογηθείσης* |
του | συνομολογηθέντος |
αιτιατική | τον | συνομολογηθέντα | τη | συνομολογηθείσα | το | συνομολογηθέν |
κλητική | συνομολογηθείς & συνομολογηθέντα |
συνομολογηθείσα | συνομολογηθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συνομολογηθέντες | οι | συνομολογηθείσες | τα | συνομολογηθέντα |
γενική | των | συνομολογηθέντων | των | συνομολογηθεισών | των | συνομολογηθέντων |
αιτιατική | τους | συνομολογηθέντες | τις | συνομολογηθείσες | τα | συνομολογηθέντα |
κλητική | συνομολογηθέντες | συνομολογηθείσες | συνομολογηθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνομολογηθείς < αρχαιοελληνικό ρήμα συνομολογέω (μετοχή συνομολογηθείς, συνομολογηθεῖσα, συνομολογηθέν, παθητικού αορίστου συνωμολογήθην)
Μετοχή
επεξεργασίασυνομολογηθείς, δοθείσα, δοθέν
- που έχει συμφωνηθεί, λόγια λέξη συνώνυμη του συνομολογημένος
- Οι συνομολογηθείσες συνθήκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνομολογηθείς