συνθηματολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνθηματολογικός < συνθηματολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασυνθηματολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την συνθηματολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- συνθηματολογικά
- → δείτε τη λέξη συνθηματολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνθηματολογικός
|