συνθηματολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνθηματολογώ < σύνθημα (γενική: συνθήματος) + -ο- + -λογώ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυνθηματολογώ
- λέω συνθήματα
- (πολιτική) λέω συνθήματα ή τσιτάτα μόνο ως λόγια, χωρίς να πιστεύω ή να εφαρμόζω τα νοήματά τους
Συγγενικά
επεξεργασία- συνθηματολογία
- συνθηματολογικά
- συνθηματολογικός
- → δείτε τις λέξεις σύνθημα, συν, θέτω και λέγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνθηματολογώ | συνθηματολογούσα | θα συνθηματολογώ | να συνθηματολογώ | συνθηματολογώντας | |
β' ενικ. | συνθηματολογείς | συνθηματολογούσες | θα συνθηματολογείς | να συνθηματολογείς | (συνθηματολόγει) | |
γ' ενικ. | συνθηματολογεί | συνθηματολογούσε | θα συνθηματολογεί | να συνθηματολογεί | ||
α' πληθ. | συνθηματολογούμε | συνθηματολογούσαμε | θα συνθηματολογούμε | να συνθηματολογούμε | ||
β' πληθ. | συνθηματολογείτε | συνθηματολογούσατε | θα συνθηματολογείτε | να συνθηματολογείτε | συνθηματολογείτε | |
γ' πληθ. | συνθηματολογούν(ε) | συνθηματολογούσαν(ε) | θα συνθηματολογούν(ε) | να συνθηματολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνθηματολόγησα | θα συνθηματολογήσω | να συνθηματολογήσω | συνθηματολογήσει | ||
β' ενικ. | συνθηματολόγησες | θα συνθηματολογήσεις | να συνθηματολογήσεις | συνθηματολόγησε | ||
γ' ενικ. | συνθηματολόγησε | θα συνθηματολογήσει | να συνθηματολογήσει | |||
α' πληθ. | συνθηματολογήσαμε | θα συνθηματολογήσουμε | να συνθηματολογήσουμε | |||
β' πληθ. | συνθηματολογήσατε | θα συνθηματολογήσετε | να συνθηματολογήσετε | συνθηματολογήστε | ||
γ' πληθ. | συνθηματολόγησαν συνθηματολογήσαν(ε) |
θα συνθηματολογήσουν(ε) | να συνθηματολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνθηματολογήσει | είχα συνθηματολογήσει | θα έχω συνθηματολογήσει | να έχω συνθηματολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνθηματολογήσει | είχες συνθηματολογήσει | θα έχεις συνθηματολογήσει | να έχεις συνθηματολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνθηματολογήσει | είχε συνθηματολογήσει | θα έχει συνθηματολογήσει | να έχει συνθηματολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνθηματολογήσει | είχαμε συνθηματολογήσει | θα έχουμε συνθηματολογήσει | να έχουμε συνθηματολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνθηματολογήσει | είχατε συνθηματολογήσει | θα έχετε συνθηματολογήσει | να έχετε συνθηματολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνθηματολογήσει | είχαν συνθηματολογήσει | θα έχουν συνθηματολογήσει | να έχουν συνθηματολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνθηματολογώ