Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνθηματολογώ < σύνθημα (γενική: συνθήματος) + -ο- + -λογώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sin.θi.ma.to.loˈɣo/

  Ρήμα επεξεργασία

συνθηματολογώ

  1. λέω συνθήματα
  2. (πολιτική) λέω συνθήματα ή τσιτάτα μόνο ως λόγια, χωρίς να πιστεύω ή να εφαρμόζω τα νοήματά τους

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία