τσιτάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιτάτο | τα | τσιτάτα |
γενική | του | τσιτάτου | των | τσιτάτων |
αιτιατική | το | τσιτάτο | τα | τσιτάτα |
κλητική | τσιτάτο | τσιτάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιτάτο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Zitat < λατινική citatus, μετοχή του citare· από την ίδια ρίζα και τα αγγλικά cite, citation, το γαλλικό citation, το ρουμανικό, σλοβενικό και σουηδικό citat κ.ά.
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιτάτο ουδέτερο
- το σπάραγμα, η κατά λέξη επανάληψη αποσπάσματος από κείμενο ή λόγο σημαντικού προσώπου που παρατίθεται από κάποιον για να υποστηρίξει τις απόψεις του.
Σημειώσεις
επεξεργασίατα κειμενικό σπάραγμα και παράθεμα έχουν ουδέτερο ύφος
ενώ το τσιτάτο συνήθως δηκτικό