συνθετήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυνθετήριο ουδέτερο
- (τυπογραφία, παρωχημένο) εργαλείο τυπογραφίας, συνήθως μεταλλικό, που χρησιμοποιείται για τη σύνθεση ή τη στοιχειοθέτηση τυπογραφικών στοιχείων, είτε ως κανόνας με ρυθμιζόμενα περιθώρια είτε ως θήκη για τμηματική εργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνθετήριο
|