Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνδιαλεγόμενος η συνδιαλεγόμενη το συνδιαλεγόμενο
      γενική του συνδιαλεγόμενου της συνδιαλεγόμενης του συνδιαλεγόμενου
    αιτιατική τον συνδιαλεγόμενο τη συνδιαλεγόμενη το συνδιαλεγόμενο
     κλητική συνδιαλεγόμενε συνδιαλεγόμενη συνδιαλεγόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνδιαλεγόμενοι οι συνδιαλεγόμενες τα συνδιαλεγόμενα
      γενική των συνδιαλεγόμενων των συνδιαλεγόμενων των συνδιαλεγόμενων
    αιτιατική τους συνδιαλεγόμενους τις συνδιαλεγόμενες τα συνδιαλεγόμενα
     κλητική συνδιαλεγόμενοι συνδιαλεγόμενες συνδιαλεγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

  1. συνομιλητής, συνομιλήτρια
  2. άτομο με το οποίο διαπραγματεύομαι ή συνδιαλέγομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία