Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνδιαλεγόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνδιαλεγόμεν
ος
η
συνδιαλεγόμεν
η
το
συνδιαλεγόμεν
ο
γενική
του
συνδιαλεγόμεν
ου
της
συνδιαλεγόμεν
ης
του
συνδιαλεγόμεν
ου
αιτιατική
τον
συνδιαλεγόμεν
ο
τη
συνδιαλεγόμεν
η
το
συνδιαλεγόμεν
ο
κλητική
συνδιαλεγόμεν
ε
συνδιαλεγόμεν
η
συνδιαλεγόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνδιαλεγόμεν
οι
οι
συνδιαλεγόμεν
ες
τα
συνδιαλεγόμεν
α
γενική
των
συνδιαλεγόμεν
ων
των
συνδιαλεγόμεν
ων
των
συνδιαλεγόμεν
ων
αιτιατική
τους
συνδιαλεγόμεν
ους
τις
συνδιαλεγόμεν
ες
τα
συνδιαλεγόμεν
α
κλητική
συνδιαλεγόμεν
οι
συνδιαλεγόμεν
ες
συνδιαλεγόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συνομιλητής, συνομιλήτρια
άτομο με το οποίο
διαπραγματεύομαι
ή
συνδιαλέγομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
interlocutor
(en)