Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συναυλιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συναυλιακ
ός
η
συναυλιακ
ή
το
συναυλιακ
ό
γενική
του
συναυλιακ
ού
της
συναυλιακ
ής
του
συναυλιακ
ού
αιτιατική
τον
συναυλιακ
ό
τη
συναυλιακ
ή
το
συναυλιακ
ό
κλητική
συναυλιακ
έ
συναυλιακ
ή
συναυλιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συναυλιακ
οί
οι
συναυλιακ
ές
τα
συναυλιακ
ά
γενική
των
συναυλιακ
ών
των
συναυλιακ
ών
των
συναυλιακ
ών
αιτιατική
τους
συναυλιακ
ούς
τις
συναυλιακ
ές
τα
συναυλιακ
ά
κλητική
συναυλιακ
οί
συναυλιακ
ές
συναυλιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συναυλιακός
<
συναυλία
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
συναυλιακός
που έχει
σχέση
με
συναυλία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
συναυλία
,
συν
και
αυλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συναυλιακός