Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναυλιακός η συναυλιακή το συναυλιακό
      γενική του συναυλιακού της συναυλιακής του συναυλιακού
    αιτιατική τον συναυλιακό τη συναυλιακή το συναυλιακό
     κλητική συναυλιακέ συναυλιακή συναυλιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναυλιακοί οι συναυλιακές τα συναυλιακά
      γενική των συναυλιακών των συναυλιακών των συναυλιακών
    αιτιατική τους συναυλιακούς τις συναυλιακές τα συναυλιακά
     κλητική συναυλιακοί συναυλιακές συναυλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναυλιακός < συναυλία + -ακός

  Επίθετο επεξεργασία

συναυλιακός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία