Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συναρτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συναρτημέν
ος
η
συναρτημέν
η
το
συναρτημέν
ο
γενική
του
συναρτημέν
ου
της
συναρτημέν
ης
του
συναρτημέν
ου
αιτιατική
τον
συναρτημέν
ο
τη
συναρτημέν
η
το
συναρτημέν
ο
κλητική
συναρτημέν
ε
συναρτημέν
η
συναρτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συναρτημέν
οι
οι
συναρτημέν
ες
τα
συναρτημέν
α
γενική
των
συναρτημέν
ων
των
συναρτημέν
ων
των
συναρτημέν
ων
αιτιατική
τους
συναρτημέν
ους
τις
συναρτημέν
ες
τα
συναρτημέν
α
κλητική
συναρτημέν
οι
συναρτημέν
ες
συναρτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συναρτημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
συναρτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συναρτημένος