ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συναρίθμησῐς αἱ συναριθμήσεις
      γενική τῆς συναριθμήσεως τῶν συναριθμήσεων
      δοτική τῇ συναριθμήσει ταῖς συναριθμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συναρίθμησῐν τὰς συναριθμήσεις
     κλητική ! συναρίθμησῐ συναριθμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συναριθμήσει
γεν-δοτ τοῖν  συναριθμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναρίθμησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συναριθμῶ (κλίση συναριθμέω), συναριθμη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + ἀρίθμησις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συναρίθμησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. αρίθμηση μαζί, συνυπολογισμός, απαρίθμηση
  2. το σύνολο της πρόσθεσης των αριθμητικών αξιών γραμμάτων (κατά την ελληνική αρίθμηση)

Συγγενικά

επεξεργασία