συναρίθμησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συναρίθμησῐς | αἱ | συναριθμήσεις | ||||
γενική | τῆς | συναριθμήσεως | τῶν | συναριθμήσεων | ||||
δοτική | τῇ | συναριθμήσει | ταῖς | συναριθμήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συναρίθμησῐν | τὰς | συναριθμήσεις | ||||
κλητική ὦ! | συναρίθμησῐ | συναριθμήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συναριθμήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συναριθμησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συναρίθμησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συναριθμῶ (κλίση συναριθμέω), συναριθμη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + ἀρίθμησις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυναρίθμησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- αρίθμηση μαζί, συνυπολογισμός, απαρίθμηση
- το σύνολο της πρόσθεσης των αριθμητικών αξιών γραμμάτων (κατά την ελληνική αρίθμηση)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συναρίθμησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.