συναδελφότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναδελφότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συναδελφ(ότης) (μαρτυρείται από το 1752) [1] + -ότητα < συνάδελφ(ος) + -ότης > -ότητα. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + αδελφότητα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.na.ðelˈfo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐να‐δελ‐φό‐τη‐τα
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐α‐δελ‐φό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυναδελφότητα θηλυκό (παρωχημένο)
- η ιδιότητα των συναδέλφων, το να είμαστε συνάδελφοι
- συνώνυμο του συναδελφικότητα
- συνήθως με κεφαλαίο αρκτικό Συναδελφότητα: ονομασία «Συναδελφότης», αδελφότητας, συλλόγου
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναδελφότητα
→ δείτε τη λέξη συναδελφικότητα |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 950, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- συναδελφότητα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- συναδελφότης - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .