Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συναγωνισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συναγωνισμέν
ος
η
συναγωνισμέν
η
το
συναγωνισμέν
ο
γενική
του
συναγωνισμέν
ου
της
συναγωνισμέν
ης
του
συναγωνισμέν
ου
αιτιατική
τον
συναγωνισμέν
ο
τη
συναγωνισμέν
η
το
συναγωνισμέν
ο
κλητική
συναγωνισμέν
ε
συναγωνισμέν
η
συναγωνισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συναγωνισμέν
οι
οι
συναγωνισμέν
ες
τα
συναγωνισμέν
α
γενική
των
συναγωνισμέν
ων
των
συναγωνισμέν
ων
των
συναγωνισμέν
ων
αιτιατική
τους
συναγωνισμέν
ους
τις
συναγωνισμέν
ες
τα
συναγωνισμέν
α
κλητική
συναγωνισμέν
οι
συναγωνισμέν
ες
συναγωνισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συναγωνισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συναγωνίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συναγωνισμένος