συμφαγωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμφαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συντρώγω
Μετοχή
επεξεργασίασυμφαγωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συντρώγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμφαγωμένος
|
συμφαγωμένος, -η, -ο
|