Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπυκνωτικός η συμπυκνωτική το συμπυκνωτικό
      γενική του συμπυκνωτικού της συμπυκνωτικής του συμπυκνωτικού
    αιτιατική τον συμπυκνωτικό τη συμπυκνωτική το συμπυκνωτικό
     κλητική συμπυκνωτικέ συμπυκνωτική συμπυκνωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπυκνωτικοί οι συμπυκνωτικές τα συμπυκνωτικά
      γενική των συμπυκνωτικών των συμπυκνωτικών των συμπυκνωτικών
    αιτιατική τους συμπυκνωτικούς τις συμπυκνωτικές τα συμπυκνωτικά
     κλητική συμπυκνωτικοί συμπυκνωτικές συμπυκνωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπυκνωτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

συμπυκνωτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία