συμπυκνωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπυκνωτικός < συμπυκνώνω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίασυμπυκνωτικός
- που έχει σχέση με συμπύκνωση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπυκνωτικός
|
συμπυκνωτικός
|