συμπρωταγωνιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπρωταγωνιστικός < συμπρωταγωνιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
συμπρωταγωνιστικός
- που έχει σχέση με συμπρωταγωνιστή, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- συμπρωταγωνιστικά
- → δείτε τις λέξεις πρωταγωνιστώ, πρώτος και αγώνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπρωταγωνιστικός
|