συμπολιτειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπολιτειακός < συμπολιτεία + -ακός
Επίθετο
επεξεργασίασυμπολιτειακός
- που έχει σχέση με συμπολιτεία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπολιτειακός
|
συμπολιτειακός
|