Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπολιτειακός η συμπολιτειακή το συμπολιτειακό
      γενική του συμπολιτειακού της συμπολιτειακής του συμπολιτειακού
    αιτιατική τον συμπολιτειακό τη συμπολιτειακή το συμπολιτειακό
     κλητική συμπολιτειακέ συμπολιτειακή συμπολιτειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπολιτειακοί οι συμπολιτειακές τα συμπολιτειακά
      γενική των συμπολιτειακών των συμπολιτειακών των συμπολιτειακών
    αιτιατική τους συμπολιτειακούς τις συμπολιτειακές τα συμπολιτειακά
     κλητική συμπολιτειακοί συμπολιτειακές συμπολιτειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπολιτειακός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

συμπολιτειακός

  Μεταφράσεις επεξεργασία