Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμπολιτειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συμπολιτειακ
ός
η
συμπολιτειακ
ή
το
συμπολιτειακ
ό
γενική
του
συμπολιτειακ
ού
της
συμπολιτειακ
ής
του
συμπολιτειακ
ού
αιτιατική
τον
συμπολιτειακ
ό
τη
συμπολιτειακ
ή
το
συμπολιτειακ
ό
κλητική
συμπολιτειακ
έ
συμπολιτειακ
ή
συμπολιτειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συμπολιτειακ
οί
οι
συμπολιτειακ
ές
τα
συμπολιτειακ
ά
γενική
των
συμπολιτειακ
ών
των
συμπολιτειακ
ών
των
συμπολιτειακ
ών
αιτιατική
τους
συμπολιτειακ
ούς
τις
συμπολιτειακ
ές
τα
συμπολιτειακ
ά
κλητική
συμπολιτειακ
οί
συμπολιτειακ
ές
συμπολιτειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συμπολιτειακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
συμπολιτειακός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμπολιτειακός