συμπολιτειακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπολιτειακά < συμπολιτειακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίασυμπολιτειακά
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπολιτειακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυμπολιτειακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συμπολιτειακός