συμπλησιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυμπλησιασμός αρσενικό
- (λόγιο) το πλησίασμα ενός με κάτι ή με κάποιον, η ένωση, η ολοκλήρωση
- Ο διάλογος ευαισθητοποιεί τους ανθρώπους και συντελεί στον ψυχικό συμπλησιασμό τους. (*)
- Ίσως επειδή στα ίχνη του γεννιόταν η υποψία ότι υπάρχει χειρότερη αταξία από εκείνη του ασυνάρτητου και του συμπλησιασμού αταίριαστων πραγμάτων, η αταξία που κάνει να σπινθηροβολούν τα αποσπάσματα πολυάριθμων δυνατών τάξεων μέσα στην χωρίς νόμο και γεωμετρία διάσταση του ετερόκλητου. (Μισέλ Φουκώ, Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, 1986, σελ. 14)
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπλησιασμός
|