συμπαρουσιαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπαρουσιαστής < συμπαρουσιάζω + -τής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική copresenter
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sim.ba.ɾu.si.aˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐ρου‐σι‐α‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπαρουσιαστής αρσενικό (θηλυκό συμπαρουσιάστρια)
- αυτός που παρουσιάζει κάτι μαζί με άλλον ή άλλους
- ※ Από την πλευρά του ο συμπαρουσιαστής της έκθεσης του ΟΟΣΑ υπουργός Οικονομίας, παραδέχθηκε ότι η χώρα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, με πολλά προβλήματα άλυτα.
- H ανάπτυξη είχε βασιστεί σε λανθασμένο αναπτυξιακό μοντέλο, Η Καθημερινή, 8 Ιουλίου 2005
- ※ Από την πλευρά του ο συμπαρουσιαστής της έκθεσης του ΟΟΣΑ υπουργός Οικονομίας, παραδέχθηκε ότι η χώρα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, με πολλά προβλήματα άλυτα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπαρουσιαστής