συμπαρουσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπαρουσιάζω < συμ- + παρουσιάζω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική copresent
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sim.ba.ɾu.siˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐ρου‐σι‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασυμπαρουσιάζω (παθητική φωνή: συμπαρουσιάζομαι)
- παρουσιάζω κάτι μαζί με κάποιον άλλον ή άλλους, από κοινού
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπαρουσιάζω | συμπαρουσίαζα | θα συμπαρουσιάζω | να συμπαρουσιάζω | συμπαρουσιάζοντας | |
β' ενικ. | συμπαρουσιάζεις | συμπαρουσίαζες | θα συμπαρουσιάζεις | να συμπαρουσιάζεις | συμπαρουσίαζε | |
γ' ενικ. | συμπαρουσιάζει | συμπαρουσίαζε | θα συμπαρουσιάζει | να συμπαρουσιάζει | ||
α' πληθ. | συμπαρουσιάζουμε | συμπαρουσιάζαμε | θα συμπαρουσιάζουμε | να συμπαρουσιάζουμε | ||
β' πληθ. | συμπαρουσιάζετε | συμπαρουσιάζατε | θα συμπαρουσιάζετε | να συμπαρουσιάζετε | συμπαρουσιάζετε | |
γ' πληθ. | συμπαρουσιάζουν(ε) | συμπαρουσίαζαν συμπαρουσιάζαν(ε) |
θα συμπαρουσιάζουν(ε) | να συμπαρουσιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμπαρουσίασα | θα συμπαρουσιάσω | να συμπαρουσιάσω | συμπαρουσιάσει | ||
β' ενικ. | συμπαρουσίασες | θα συμπαρουσιάσεις | να συμπαρουσιάσεις | συμπαρουσίασε | ||
γ' ενικ. | συμπαρουσίασε | θα συμπαρουσιάσει | να συμπαρουσιάσει | |||
α' πληθ. | συμπαρουσιάσαμε | θα συμπαρουσιάσουμε | να συμπαρουσιάσουμε | |||
β' πληθ. | συμπαρουσιάσατε | θα συμπαρουσιάσετε | να συμπαρουσιάσετε | συμπαρουσιάστε | ||
γ' πληθ. | συμπαρουσίασαν συμπαρουσιάσαν(ε) |
θα συμπαρουσιάσουν(ε) | να συμπαρουσιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμπαρουσιάσει | είχα συμπαρουσιάσει | θα έχω συμπαρουσιάσει | να έχω συμπαρουσιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμπαρουσιάσει | είχες συμπαρουσιάσει | θα έχεις συμπαρουσιάσει | να έχεις συμπαρουσιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμπαρουσιάσει | είχε συμπαρουσιάσει | θα έχει συμπαρουσιάσει | να έχει συμπαρουσιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπαρουσιάσει | είχαμε συμπαρουσιάσει | θα έχουμε συμπαρουσιάσει | να έχουμε συμπαρουσιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμπαρουσιάσει | είχατε συμπαρουσιάσει | θα έχετε συμπαρουσιάσει | να έχετε συμπαρουσιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμπαρουσιάσει | είχαν συμπαρουσιάσει | θα έχουν συμπαρουσιάσει | να έχουν συμπαρουσιάσει |
|