Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπαρουσιάζω < συμ- + παρουσιάζω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική copresent

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sim.ba.ɾu.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπα‐ρου‐σι‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

συμπαρουσιάζω (παθητική φωνή: συμπαρουσιάζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία