συμμεταβλητότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμμεταβλητότητα < συ- + μεταβλητή + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική covariance)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμμεταβλητότητα θηλυκό
- (στατιστική) στατιστικό μέτρο που δείχνει τον βαθμό στον οποίο δύο μεταβλητές αλλάζουν μαζί: αν οι τιμές των δύο μεταβλητών τείνουν να αυξάνονται ή να μειώνονται ταυτόχρονα, η συμμεταβλητότητα είναι θετική, ενώ αν η μία μεταβλητή αυξάνεται ενώ η άλλη μειώνεται, η συμμεταβλητότητα είναι αρνητική
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Covariance στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμμεταβλητότητα