↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμμεταβλητότητα οι συμμεταβλητότητες
      γενική της συμμεταβλητότητας των συμμεταβλητοτήτων
    αιτιατική τη συμμεταβλητότητα τις συμμεταβλητότητες
     κλητική συμμεταβλητότητα συμμεταβλητότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμεταβλητότητα < συ- + μεταβλητή + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική covariance)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμμεταβλητότητα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία