συνδιακύμανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδιακύμανση | οι | συνδιακυμάνσεις |
γενική | της | συνδιακύμανσης* | των | συνδιακυμάνσεων |
αιτιατική | τη | συνδιακύμανση | τις | συνδιακυμάνσεις |
κλητική | συνδιακύμανση | συνδιακυμάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδιακυμάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνδιακύμανση < συν- + διακύμανση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική covariance)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδιακύμανση θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Covariance στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδιακύμανση
|