συγχωρητήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συγχωρητήριο | τα | συγχωρητήρια |
γενική | του | συγχωρητήριου & συγχωρητηρίου |
των | συγχωρητήριων & συγχωρητηρίων |
αιτιατική | το | συγχωρητήριο | τα | συγχωρητήρια |
κλητική | συγχωρητήριο | συγχωρητήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγχωρητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συγχωρητήριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγχωρητήριο ουδέτερο
- (σπάνιο, λόγιο) το συγχωροχάρτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγχωρητήριο
|
Πηγές
επεξεργασία- συγχωρητήριο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)