πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγχωρητήριος η συγχωρητήρια το συγχωρητήριο
      γενική του συγχωρητήριου της συγχωρητήριας του συγχωρητήριου
    αιτιατική τον συγχωρητήριο τη συγχωρητήρια το συγχωρητήριο
     κλητική συγχωρητήριε συγχωρητήρια συγχωρητήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγχωρητήριοι οι συγχωρητήριες τα συγχωρητήρια
      γενική των συγχωρητήριων των συγχωρητήριων των συγχωρητήριων
    αιτιατική τους συγχωρητήριους τις συγχωρητήριες τα συγχωρητήρια
     κλητική συγχωρητήριοι συγχωρητήριες συγχωρητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
συγχωρητήριος < συγχωρώ + -τήριος

συγχωρητήριος, -α, -ο

  1. (σπάνιο, λόγιο) άλλη μορφή του συγχωρητικός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) συγχωρητήριο: το συγχωροχάρτι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • συγχωρητήριος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)