↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγχορευτής οι συγχορευτές
      γενική του συγχορευτή των συγχορευτών
    αιτιατική τον συγχορευτή τους συγχορευτές
     κλητική συγχορευτή συγχορευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγχορευτής < αρχαία ελληνική συγχορευτής < σύν + χορευτής < χορός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγχορευτής αρσενικό (θηλυκό συγχορεύτρια)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία