συγχορευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγχορευτής < αρχαία ελληνική συγχορευτής < σύν + χορευτής < χορός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγχορευτής αρσενικό (θηλυκό συγχορεύτρια)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγχορευτής
|
Πηγές
επεξεργασία- συγχορευτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συγχορευτής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- συγχορευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.