συγκριμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκριμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκρίνω
Μετοχή επεξεργασία
συγκριμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συγκρίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκριμένος
|
συγκριμένος, -η, -ο
|